- ἐξειλάμην
- ἐξειλάμην, ἐξείλατο, ἐξεῖλον s. ἐξαιρέω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐξειλάμην — ἐξαιρέω take out aor ind mid 1st sg ἐξείλλω disentangle aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)